Βάκχες

Βάκχες
Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, οι Β. ήταν γυναίκες, μέλη του οργιαστικού θιάσου του Διόνυσου. Στους Ορφικούς Ύμνους, όπου ονομάζονται επίσης Μαινάδες και Ναΐδες, αναφέρονται ως τροφοί του θεού. Οι Β., κυριευμένες από θεία μανία (στη μανία αυτή οφείλουν και το όνομά τους, Μαινάδες), έτρεχαν στα βουνά με τα μαλλιά λυτά στον αέρα, κρατώντας θύρσο, κροτώντας κρόταλα, στεφανωμένες με κισσό και σμίλακα (αρκουδόβατο). Οι Β. θήλαζαν μικρά θηρία, ενώ η υπερφυσική δύναμη που τους εμφυσούσε η θεότητα τους έδινε την ικανότητα να ξεριζώνουν ολόκληρα δέντρα και να κατασπαράσσουν με τα χέρια τους άγρια ζώα, που αμέσως μετά τα καταβρόχθιζαν ωμά. Άριστη περιγραφή των μυθολογικών αυτών γυναικών μάς δίνει ο Ευριπίδης στις Βάκχες του. Στους ιστορικούς χρόνους, οι γυναίκες-λάτρεις του Διονύσου τελούσαν σε τακτά διαστήματα, στις κορυφές του Παρνασσού και στα στενά του Κιθαιρώνα, οργιαστικές εκδηλώσεις προς τιμήν του θεού. Από τον 6ο αι. και μετά οι Β. αποτελούν αγαπητό θέμα της γλυπτικής,και ιδίως της αγγειογραφίας. Από τα έργα που σώζονται έως σήμερα με θέμα τις Β., ονομαστές είναι οι σχετικές παραστάσεις μιας λευκής κύλικας και ενός αμφορέα στο μουσείο του Μονάχου και η Μαινάδα της Δρέσδης, αντίγραφο του περίφημου αγάλματος του Σκόπα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Βάκχαι — Τραγωδία του Ευριπίδη, από τις σημαντικότερες της αρχαίας δραματουργίας, τελευταίο έργο του τραγικού (406 π.Χ.). Το υλικό προέρχεται από μύθους που αναφέρονται τόσο στην άμυνα του λογικού εναντίον της διονυσιακής μέθης, όσο και σε ιστορικά… …   Dictionary of Greek

  • ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε …   Dictionary of Greek

  • ορσιβάκχας — ὀρσιβάκχας (Α) (για τον Διόνυσο) αυτός που εμπνέει, που οιστρηλατεί, που προκαλεί ενθουσιασμό στις Βάκχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + Βάκχες] …   Dictionary of Greek

  • Θυιάδες — Μυθολογικά πρόσωπα. Αναφέρονται και ως Θυάδες, Θυίες και Θυστάδες. Σύμφωνα με τη μυθολογία ήταν ιέρειες του Διονύσου, ανάλογες με τις Βάκχες και τις Μαινάδες. O Ησύχιος θεωρούσε ότι επρόκειτο για άλλη ονομασία των Βακχών, ενώ ο Παυσανίας τις… …   Dictionary of Greek

  • Λήναι — Λῆναι και, κατά τον Ησύχ. στην Αρκαδ., Ληναί, αἱ (Α) οι Βάκχες. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. λῆναι φαίνεται ότι έχει το η αρχικό στη ρίζα του (αφού δεν μαρτυρείται τ. λᾱναι), γεγονός που τόν διαχωρίζει από τον τ. ληνός (δωρ. λᾱνός) «πατητήρι»,… …   Dictionary of Greek

  • Μαιμακτηριών — Ο πέμπτος μήνας του αρχαίου αθηναϊκού ημερολόγιου, που αντιστοιχούσε στο σημερινό διάστημα από τα μέσα Οκτωβρίου έως τα μέσα Νοεμβρίου. Ο Αρποκρατίων υποστηρίζει ότι ο μήνας αυτός πήρε την ονομασία του από τον Μαιμάκτη Δία, δηλαδή τον ενθουσιώδη… …   Dictionary of Greek

  • Μιμαλλών — Μιμαλλών, όνος, ἡ (Α) (μακεδονική λ. συν. στον πληθ.) αἱ Μιμαλλόνες οι Μαινάδες, οι Βάκχες …   Dictionary of Greek

  • γαλήνη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις Νηρηίδες, κόρη του Ιχθύος και της Ησυχίας. Εικονίζεται σε πολλά αγγεία και δακτυλιόλιθους, πάντα μέχρι το στήθος, με τα μαλλιά λυτά, να κολυμπάει στη θάλασσα. 2. Μία από τις Βάκχες. Το όνομά της… …   Dictionary of Greek

  • θεωρίς — θεωρίς, ίδος, ἡ (Α) [θεωρός] 1. το πλοίο που ανήκε στην ιερά πομπή και χρησιμοποιούνταν για την αποστολή τών θεωρών ή για μετακόμιση και παραλαβή προσώπων και χρημάτων που ανήκαν στην υπηρεσία τής πόλεως 2. το πορθμείο τού Χάρωνος 3. στον πληθ.… …   Dictionary of Greek

  • θυιάς — θυάς και διάφ. γρφ. θυάς, άδος, ἡ (ΑΜ) [θύω (ΙΙ)] μσν. επίθεση, έφοδος, προσβολή αρχ. 1. γυναίκα μαινόμενη ή θεόπνευστη («μαινόμενα... οδύναις κεντροδαλήτισι θυιὰς Ἥρας», φρενοκρουσμένη από τους πόνους που τής προκαλούν τα κεντρίσματα τής Ήρας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”